Τη διαβεβαίωση πως οι εργασίες κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς και ότι το έργο θα μπορεί να δοθεί σε λειτουργία στις αρχές του 2023, εξέφρασε ο πρόεδρος της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ AE κ. Νίκος Ταχιάος, στη συνάντηση που είχε σήμερα με τον πρόεδρο και τα μέλη της διοίκησης του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
«Στόχος μας είναι μέχρι τον Απρίλιο του 2023 να παραδώσουμε στην πόλη της Θεσσαλονίκης έναν λειτουργικό, υπερσύγχρονο και πλήρως αυτοματοποιημένο Μετρό, με ολοκληρωμένους όλους τους σταθμούς της βασικής γραμμής, συμπεριλαμβανομένου και αυτόν της Βενιζέλου. Μέχρι αυτήν τη στιγμή, η εξέλιξη των εργασιών είναι εντός του χρονοδιαγράμματος που βάλαμε, γεγονός που μας επιτρέπει να πιστεύουμε ότι ο τελικός μας στόχος μπορεί να επιτευχθεί. Παράλληλα, θα προσπαθήσουμε, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να απελευθερώσουμε και να διαμορφώσουμε κοινόχρηστους υπέργειους χώρους» επεσήμανε ο κ. Ταχιάος.
Στη συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στο εργοτάξιο της Αγίας Σοφίας, ο πρόεδρος της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ, ο διευθυντής της διευθύνουσας υπηρεσίας του έργου Γιώργος Κωνσταντινίδης και στελέχη της αναδόχου κατασκευαστικής εταιρίας, ενημέρωσαν τα μέλη του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης για τη γενικότερη πορεία του έργου. Στην συνέχεια, οι εκπρόσωποι του Ε.Σ.Θ. ξεναγήθηκαν στον υπό κατασκευή σταθμό όπου είχαν την ευκαιρία να δουν από κοντά τις εργασίες που γίνονται.
Ο κ. Ταχιάος εξήγησε πως, με τους ρυθμούς που ακολουθούνται, μέχρι το τέλος Μαρτίου ο χώρος που καταλαμβάνει το εργοτάξιο στην οδό Εγνατία θα περιοριστεί, τα πλέγματα που έχουν τοποθετηθεί θα «μαζευτούν», απελευθερώνοντας μια έκταση περίπου 30 μέτρων νοτιοδυτικά. Ταυτόχρονα, θα γίνει και διαπλάτυνση του πεζοδρομίου κατά 60 εκατοστά ώστε να διευκολυνθεί η διέλευση των πεζών.
Η ξενάγηση των εκπροσώπων του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε στο εργοτάξιο της Βενιζέλου, όπου ο πρόεδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ τους ενημέρωσε πως αυτήν την περίοδο γίνονται πρόδρομες εργασίες, εν αναμονή της έκδοσης της υπουργικής απόφασης εναρμονισμένης με την γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η οποία προβλέπει την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν.